ψοφεῖ

ψοφεῖ
ψοφέω
sound
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ψοφέω
sound
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψόφει — ψοφέω sound pres imperat act 2nd sg (attic epic) ψοφέω sound imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • UNGULA, ab UNGUIS — cornea pars pedis est in equis, bobus et similibus. Et quidem in equis ἡ χελιδὼν cavum eius Graecis dicitur, quod bifurcatam hirundinis caudam aliqu o mod o referat, profundius in euqis generosis, quorum proin pedes tam facile non laeduntur. Unde …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… …   Dictionary of Greek

  • λασταγεί — λασταγεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ψοφεῑ» …   Dictionary of Greek

  • πυρορραγής — ές, ΝΜΑ, και πυριρραγής, ές, ΜΑ αυτός που ράγισε υπό την επίδραση τής φωτιάς αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) πυρορραγές (για ήχο) με τραχύ τρόπο («ψοφεῑ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο / πυρι (βλ. λ. πυρ) + ρραγής (< θ. ραγ ,… …   Dictionary of Greek

  • στυπάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) στυπάζει «βροντᾶ, ψοφεῑ, ὠθεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι). Για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. στύπος (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • στύπος — (I) το, ΝΑ, και τ. γεν. ους και ασυναίρ. τ. εος, Α νεοελλ. 1. ευθυτενής κορμός δέντρου, που μοιάζει ως προς το σχήμα με στύλο ο οποίος έχει στην κορυφή του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο κορμός τού φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης 2. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • (s)teu-1 —     (s)teu 1     English meaning: to push, hit     Deutsche Übersetzung: ‘stoßen, schlagen” under likewise     Note: with conservative extensions     Material: A. (s)teu k : Gk. τύκος “hammer, chisel; Streitaxt”, τυκίζω “bearbeite Steine”, τυκάνη …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”